- βέλασμα
- bêlement
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
βέλασμα — το 1. η χαρακτηριστική φωνή των προβάτων και των γιδιών 2. άνθρωπος ανόητος, βλάκας … Dictionary of Greek
βέλασμα — το η φωνή του προβάτου και της κατσίκας: Η πλαγιά του βουνού αντηχούσε από τα βελάσματα των αιγοπροβάτων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μπέε — και μέε άκλ. βέλασμα προβάτου. [ΕΤΥΜΟΛ. Επιφώνημα ηχομιμητικής προέλευσης που αποδίδει το βέλασμα προβάτου (πρβλ. αρχ. βῆ / bē /)] … Dictionary of Greek
βα — βᾱ (Α) 1. συντετμημένος τύπος κλητικής της λ. βασιλεύς («βασιλεῡ») 2. επιφών. μπα! (που μιμείται το βέλασμα του αρνιού) … Dictionary of Greek
βληχή — η (AM βληχή, Α και βλαχά, δωρ. τ.) το βέλασμα των προβάτων αρχ. το κλάμα του βρέφους. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πιθ. λ. ονοματοποιημένη. Η άποψη κατά την οποία το βληχή προέρχεται από το βληχώμαι ( άομαι), αν το βληχώμαι θεωρηθεί ανεξάρτητος… … Dictionary of Greek
ζαρκάδι — Αρτιοδάχτυλο κερασφόρο μηρυκαστικό της οικογένειας των ελαφιδών. Ζει στις δασώδεις περιοχές της Ευρώπης, από τη Σκανδιναβία και τη Μεγάλη Βρετανία έως τη νότια Ιταλία και την Ελλάδα. Τρέφεται με φυτικές ουσίες, που αναζητά συνήθως κατά το… … Dictionary of Greek
μηκή — μηκή, ἡ (Α) μηκασμός, βέλασμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από το ρ. μηκῶμαι (πρβλ. βληχώμαι: βληχή)] … Dictionary of Greek
μηκασμός — ο (Α μηκασμός) [μηκάζω] η φωνή τών προβάτων και τών αιγών, το βέλασμα («τράγου μηκασμῷ φωνὴν ἀφέντος», Πλούτ.) … Dictionary of Greek
μυκηθμός — ο (ΑΜ μυκηθμός) 1. η φωνή τών βοοειδών, μούγκρισμα, μουκάνισμα («οἱ δὲ βόες... μυκηθμῷ δ ἀπὸ κόπρου ἐπεσσεύοντο», Ομ. Ιλ.) 2. μτφ. υπόκωφη βοή, θόρυβος («ο μυκηθμός τής θάλασσας») αρχ. το βέλασμα τών προβάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυκῶμαι + επίθημα… … Dictionary of Greek
νευροφωνία — η ιατρ. νεύρωση κατά την οποία ο ασθενής εκθάλλει οξεία φωνή που μοιάζει με κρωγμό ή βέλασμα ή νιαούρισμα … Dictionary of Greek
οψ — (Ops). Αρχαιότατη ρωμαϊκή θεότητα, σαβινικής προέλευσης, προσωποποίηση της ιδέας της αφθονίας, της ευημερίας και της γονιμότητας της γης. Στα κατοπινά χρόνια ταυτίστηκε με τη Ρέα και θεωρήθηκε σύζυγος του Κρόνου και μητέρα της Κυβέλης. Συνδέθηκε… … Dictionary of Greek